χρονοντούλαπο

χρονοντούλαπο
το, Ν
αρχείο («η υπόθεση μπήκε στο χρονοντούλαπο» — η υπόθεση έκλεισε, έληξε για πάντα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρόνος + ντουλάπι. Η λ., στον λόγιο τ. τού πληθ. χρονοδούλαπα, μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χρόνος — I Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο X. ήταν θεότητα που προσωποποιούσε την αιωνιότητα. Πρώτος ο Φερεκύδης ανέφερε τον X. ως θεότητα. Οι Ορφικοί παραδέχονταν τον X. ως αρχή του κόσμου. Η θεοποίηση του X. παρατηρείται και στους ποιητές των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”