- χρονοντούλαπο
- το, Ναρχείο («η υπόθεση μπήκε στο χρονοντούλαπο» — η υπόθεση έκλεισε, έληξε για πάντα).[ΕΤΥΜΟΛ. < χρόνος + ντουλάπι. Η λ., στον λόγιο τ. τού πληθ. χρονοδούλαπα, μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.